- Κρότσε, Μπενεντέτο
- (Benedetto Croce, Πεσκασερόλι, Άκουιλα 1866 – Νάπολη 1952). Ιταλός φιλόσοφος, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Αφού έχασε τους γονείς του στον σεισμό της Καζαμιτσόλα (Ίσκια), έζησε στη Ρώμη κοντά στον θείο και κηδεμόνα του, Σίλβιο Σπαβέντα, ξεκινώντας νομικές σπουδές. Στη Ρώμη συνδέθηκε με τον Αντόνιο Λαμπριόλα, ο οποίος του άσκησε μεγάλη επίδραση. Το 1886 εγκαταστάθηκε στη Νάπολη, όπου επιδόθηκε σε ιστορικές και εγκυκλοπαιδικές έρευνες. Οι μελέτες του αυτές υπήρξαν προϊόν μεγάλου ζήλου και τον ώθησαν στη διερεύνηση της φύσης της ιστοριογραφικής εργασίας. Έτσι γεννήθηκε Η ιστορία αναγόμενη στη γενική έννοια της τέχνης (1893), που αποτέλεσε το ξεκίνημα της κροτσιανής σκέψης.
Η συζήτηση με τον Λαμπριόλα σχετικά με τον σοσιαλισμό, την οποία ο Κ. αναφέρει συνοπτικά στον τόμο Ιστορικός υλισμός και μαρξιστική οικονομία (1900), είχε ως συνέχεια μία βαθιά ανάλυση της σκέψης του Ντε Σάνκτις και, αργότερα, του Βίκο. Οι θεωρητικές αυτές ενασχολήσεις συνεισέφεραν στην εμπειρία του ως ιστορικού, λογοτεχνικού κριτικού και φιλόσοφου της τέχνης, από την οποία προήλθε το πρώτο από τα μεγάλα έργα του Η αισθητική ως επιστήμη της έκφρασης και γενική γλωσσολογία (1902). Η επαφή με τον Χέγκελ (Τι είναι ζωντανό και τι είναι νεκρό στη φιλοσοφία του Χέγκελ, 1906) χαρακτήρισε την εξέλιξη της διανοητικής ζωής του Κ.
Στο μεταξύ ο Κ. ετοίμαζε ένα πρόγραμμα για το περιοδικό La Critica (1903-44), στο οποίο είχε συνεργάτη τον Τζιοβάνι Τζεντίλε. Το περιοδικό αυτό βοήθησε την ανακαίνιση της ιταλικής φιλοσοφίας προς μία αντιθετικιστική κατεύθυνση, με συνέπεια ο Κ. να αποτελέσει έναν από τους επιφανέστερους εκπροσώπους του πνευματικού πολιτισμού της χώρας του, τόσο με την οικοδόμηση ενός φιλοσοφικού συστήματος (Λογική ως επιστήμη της καθαρής έννοιας, 1905 Φιλοσοφία της πρακτικής, οικονομίας και ηθικής, 1909· Θεωρία και ιστορία της ιστοριογραφίας, 1917) όσο και με την ενθάρρυνση μιας εκδοτικής δραστηριότητας υψηλού επιπέδου.
Ουδετερόφιλος πριν από το 1915 και γερουσιαστής από το 1910, συμμετείχε στη μεταπολεμική κυβέρνηση Τζολίτι ως υπουργός Παιδείας (1920-21). Όταν διαπιστώθηκε η μετάβαση της ιταλικής πολιτικής προς τη δικτατορία μετά το 1922, ο Κ. πέρασε στην αντιπολίτευση από τα τέλη του 1924. Τον επόμενο χρόνο συνέταξε το Μανιφέστο των αντιφασιστών διανοουμένων, σε αντιπαράθεση προς τον Τζεντίλε. Έκτοτε, ο αγώνας εναντίον του φασισμού αποτέλεσε την κύρια αποστολή της πολιτικής του. Ως γερουσιαστής, ψήφισε εναντίον των νόμων που καταργούσαν την ελευθερία του Τύπου και του συνεταιρίζεσθαι, εναντίον της μεταρρύθμισης του εκλογικού νόμου που αλλοίωνε τον χαρακτήρα της λαϊκής ψήφου, εναντίον της καθιέρωσης της θανατικής ποινής και των ειδικών δικαστηρίων για τα πολιτικά εγκλήματα και, τέλος, εναντίον του Κονκορδάτου με το Βατικανό.
Κατόρθωσε να ασκήσει μεγάλη επιρροή στους αντιφασίστες νέους και στην ιταλική σκέψη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (Γκομπέτι, Γκράμσι, Ντε Ρουτζέρο, Ομοντέο, Φλόρα, Τσέκι κ.ά.). Μετά την πτώση του Μουσολίνι, αν και γέρος πια, ο φιλόσοφος αναγκάστηκε να επανέλθει στην ενεργό πολιτική: διετέλεσε υπουργός στην κυβέρνηση Μπαντόλιο, στην πρώτη κυβέρνηση Μπονόμι (1944) καθώς και πρόεδρος του Φιλελεύθερου Κόμματος. Έγινε μέλος της Συμβουλευτικής, βουλευτής της Συντακτικής και αριστίνδην γερουσιαστής. Το 1947 ίδρυσε στη Νάπολη το Ιταλικό Ινστιτούτο Ιστορικών Μελετών, στο oποίο κληροδότησε την πλουσιότατη βιβλιοθήκη του.
Η πρώτη ενασχόληση του Κ. με τη φιλοσοφία σχετιζόταν με την αισθητική. Υποστήριζε, αντίθετα με τους εθνικιστές, ότι η τέχνη δεν ταυτίζεται με τη συγκίνηση και την άμεση ζωτικότητα. Αυτή η αρχή δεν αποτελούσε αυτοσκοπό, εφόσον ήταν αναγκαία η διάκριση του γνωστικού χαρακτήρα της τέχνης από εκείνον της φιλοσοφίας: η γνωριμία με τις ατομικές μορφές της πραγματικότητας διαφέρει από τη γνωριμία σύμφωνα με ένα κριτήριο καθολικότητας. Εξάλλου, τέχνη και φιλοσοφία ξεχωρίζουν από την πρακτική δραστηριότητα. Σε αυτήν, ο Κ. αποκαλύπτει ανάλογα τη διπλή βαθμίδα οικονομίας και ηθικής, υπενθυμίζοντας τη διδασκαλία του Λαμπριόλα. Με την έξαρση ανάμεσα στις κατηγορίες της σημασίας του ωφέλιμου (οικονομία), πάνω στο οποίο βάρυνε για πολύ καιρό η καταδίκη του ασκητισμού, η τετράδα (τέχνη, φιλοσοφία, οικονομία και ηθική) αντικαθιστούσε την εγελιανή τριάδα.
Όμως, το εν λόγω σύστημα, παρά την ευρύτητα και την περιεκτικότητά του, είχε ανάγκη ολοκλήρωσης. Πριν απ’ όλα, μετά τη διάκριση της γνώσης σε τέχνη και σε φιλοσοφία, έπρεπε να καθοριστεί ο χαρακτήρας της επιστημονικής γνώσης της φύσης και η διαφορά μεταξύ επιστήμης και φιλοσοφίας. Στο σημείο αυτό ο Κ. υιοθετούσε τα συμπεράσματα του εμπειριοκριτικισμού, δηλαδή την άρνηση της γνωστικής αξίας των επιστημών και την υπόθεση ότι αποτελούσαν σχήματα που είχε διαμορφώσει η νόηση για πρακτικούς σκοπούς.
Ενώ η ανακάλυψη του πρακτικού σκοπού της επιστήμης είχε προκαλέσει στην ευρωπαϊκή φιλοσοφία μια κρίση που ξεκινούσε από τη δυσπιστία προς κάθε δραστηριότητα του λογικού (θεωρία της άμεσης εποπτείας, θεωρία του παράλογου κλπ.), ο Κ. αντλούσε από την ανακάλυψη την ανάγκη διαφοροποίησης των καθαρών εννοιών της φιλοσοφίας από τις έννοιες που χρησιμοποιεί η επιστήμη, τις καλούμενες από τον ίδιο ψευδοέννοιες.
Ο ορθολογισμός της κροτσιανής σκέψης αποκάλυπτε τη συνέπειά του με την ανακάλυψη της ιστορικής σημασίας κάθε φιλοσοφικής κρίσης. Έτσι γεννήθηκε ο προσανατολισμός, τον οποίο αργότερα ο Κ. ονόμασε ιστορικισμό, διαφορετικός και πιο στέρεος από τον σχετικιστικό ιστορικισμό της γερμανικής κουλτούρας (Ντίλταϊ, Μάινεκε κ.ά.). Παρέμεινε όμως ακόμα ένα πρόβλημα: η κροτσιανή φιλοσοφία στηριζόταν σε τέσσερις ξεχωριστές φάσεις (τέχνη, φιλοσοφία, οικονομία και ηθική), οι οποίες επιστρέφουν κυκλικά κάθε τόσο κατά εντελώς ειρηνικό τρόπο. Μόνο που ο K., μελετητής του Χέγκελ για πολλά χρόνια, είχε αντιληφθεί ότι η πραγμάτωση της διαδοχής των ξεχωριστών κατηγοριών χρειαζόταν μία παρόρμηση ή ένα κίνητρο που να μπορεί να υπερνικήσει τη διάρκεια ή την αδράνεια κάθε φάσης του πνεύματος, και αυτό το κίνητρο δεν μπορούσε παρά να είναι αρνητικό· πρόκειται βέβαιαγια το πρόβλημα της διαλεκτικής. Μια διαλεκτική δομή ήταν απαραίτητη στην εμμονοκρατική και αντιμεταφυσική σκέψη του K., που στηριζόταν στην αντίληψη του πνεύματος ως a priori σύνθεσης, δραστηριότητας και δημιουργικής ικανότητας. Από την άλλη, το κριτήριο που είχε διαλέξει ο Χέγκελ για να ζωντανέψει τη διαλεκτική του ήταν απαράδεκτο για τον K., καθώς ο Χέγκελ είχε προσδώσει διαλεκτική σχέση (είχε δηλαδή διαπιστώσει μία αμοιβαία άρνηση) στις εκάστοτε κατηγορίες. Για παράδειγμα, η τέχνη εμφανιζόταν ως κίβδηλη και αποτυχημένη απόπειρα προσέγγισης της φιλοσοφίας, η οποία κατά την πραγμάτωσή της κατέστρεφε τους όρους ύπαρξης της τέχνης και την ξεπερνούσε.
Ο Κ. έκρινε αναγκαίο να σώσει τις κατηγορίες αυτές από μια καταχρηστική επέκταση της διαλεκτικής αρχής και, ταυτόχρονα, να εξασφαλίσει σε αυτές μια δυναμική στην κυκλική επιστροφή τους. Επιχειρώντας μία μεταρρύθμιση της διαλεκτικής, ο Κ. υποστήριξε ότι η άρνηση δεν αποτελούσε εγγενή αντίφαση σε κάθε πραγματικότητα.
Αυτή η λογικοδιαλεκτική ωρίμανση της σκέψης του απέναντι στη σκέψη του Χέγκελ χρησιμοποιήθηκε από τον Κ. ως βάση όλης της δραστηριότητάς του ως κριτικού, ιστορικού, πολιτικού στοχαστή. Η έννοια της τέχνης, θεωρούμενης όχι ως παροδική και προπαρασκευαστική φάση της φιλοσοφίας, τον οδήγησε σε εκφράσεις λογοτεχνικής κριτικής εξαιρετικής ευρύτητας, που απέβλεπαν στον διαχωρισμό του τι είναι και τι δεν είναι ποίηση και έθεταν προβλήματα τόσο μεθοδολογικού χαρακτήρα όσο και προσδιορισμού της καλλιτεχνικής εμπειρίας (Ποίηση και μη ποίηση, 1923· Η λογοτεχνία της νέας Ιταλίας, 1914-15 και 1939-40· τα δοκίμια Αριόστο, Σαίξπηρ και Κορνέιγ, 1920). Η άρνηση μιας αυτόματης και εγγυημένης προόδου έδωσε στην ιστοριογραφία του την αίσθηση της αξίας της ατομικής δραστηριότητας (Ιστορία του βασιλείου της Νάπολης, 1925· Ιστορία της Ιταλίας από το 1871 έως το 1915, 1928· Ιστορία της Ευρώπης του 19ου αι., 1932 κ.ά.). Η ιδέα της δημιουργικής ελευθερίας τον βοήθησε να εναντιωθεί στον φασισμό και αποτέλεσε το προμήνυμα μιας πιο ανθρώπινης πολιτικής συμβίωσης στον κόσμο (Η ιστορία ως σκέψη και ως πράξη, 1938).
Ο Ιταλός φιλόσοφος, αισθητικός, ιστορικός και πολιτικός Μπενεντέτο Κρότσε, σε προσωπογραφία του Πάολο Ρίτσι.
Dictionary of Greek. 2013.